ἀτράπεζος

ἀτράπεζος
ἀ-τράπεζος, ohne Tisch

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ατράπεζος — ἀτράπεζος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει τραπέζι 2. ο ακοινώνητος …   Dictionary of Greek

  • ἀτράπεζος — unsocial masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”